Υιοθεσία
H υιοθεσία είναι μια πράξη αγάπης. Η υιοθεσία μπορεί να ενώσει τα μέλη της οικογένειας και να αισθανθούν πληρότητα. Είναι σημαντικό να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ότι οι οικογένειες αποτελούνται από ανθρώπους που αγαπούν και νοιάζονται ο ένας για τον άλλον και να συνειδητοποιήσουμε ότι η οικογένεια μπορεί να δημιουργηθεί με πολλούς τρόπους. Αυτό σημαίνει, ότι οικογένεια δεν είναι μόνο αυτή που προέρχεται από τη βιολογική συνέχεια των ατόμων.
Αυτή η συνειδητοποίηση είναι πολύ δύσκολο να ωριμάσει και να κατανοηθεί πλήρως. Πολλές φορές, οι ίδιοι οι γονείς δυσκολεύονται να σκεφτούν την οικογένεια με διαφορετική οπτική, πράγμα που τους οδηγεί σε σύγχυση σε περίπτωση που έχουν υιοθετήσει ένα παιδί. Η σύγχυση των γονιών είναι κάτι που επηρεάζει τους ίδιους και συνήθως αφορά ένα σύνολο πραγμάτων για το πώς αισθάνονται οι ίδιοι με την υιοθεσία.
Το πώς οι γονείς αντιμετωπίζουν το θέμα της υιοθεσίας θα καθορίσει την επιτυχή ή τραυματική έκβαση που μπορεί να έχει για το παιδί τους. Επιπρόσθετα, επειδή η οικογένεια δεν είναι απομονωμένη μονάδα είναι σημαντικό να προσλάβουμε στην κατανόηση της υιοθεσίας ευρύτερους φορείς της κοινωνικής ζωής.
Η Ψυχολόγος με την εξειδικευμένη γνώση και αναγνωρίζοντας τις τραυματικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια μη επιτυχή πλαισίωση της υιοθεσίας καθιστά σημαντικό να προσδιοριστούν οι ιδιαίτερες πτυχές κάθε οικογένειας καθώς και η ιδιαίτερη ιστορία του παιδιού.
Όταν τα παιδιά εισέρχονται στο σχολείο αρχίζουν να αναπτύσσουν και να συνειδητοποιούν τις διαφορές με τους συνομηλίκους τους. Η συνειδητοποίηση των διαφορών επεκτείνεται σε πολλές διαστάσεις της καθημερινής τους ζωής όπως το ντύσιμο, το χρώμα των μαλλιών, το φύλο, τη φυλή κ.ο.κ.
Ομοίως, τα παιδιά αρχίζουν να παρατηρούν τα μέλη της οικογένειας των άλλων παιδιών και πολλές φορές θέτουν ερωτήματα που είναι δύσκολο να απαντηθούν από παιδιά που βρίσκονται σε ανάδοχη οικογένεια ή είναι υιοθετημένα. Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί επίσης να είναι δύσκολα κατανοήσιμες για τους συνομηλίκους τους.
Ισχυρά συναισθήματα όπως θυμός, φόβος, ενοχή, ντροπή ή μια αίσθηση απώλειας είναι δυνατό να δημιουργηθούν στο υιοθετημένο παιδί στο άκουσμα οποιασδήποτε αναφοράς στην υιοθεσία ή στην ανάδοχη οικογένειά του. Τα υιοθετημένα παιδιά ή τα παιδιά σε ανάδοχη οικογένεια έρχονται συχνά αντιμέτωπα με μια σειρά από ερωτήματα και πολλές φορές όταν δεν είναι επανδρωμένα επαρκώς δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν.
Τα παιδιά που έχουν υιοθετηθεί ή τοποθετούνται σε ανάδοχες οικογένειες συχνά φαντασιώνονται την επανασύνδεση με τη βιολογική τους οικογένεια. Κάποιες φορές μπορεί να γνωρίζουν μια μικρή ιστορία για την οικογένειά τους ή να έχουν μικρή πληροφόρηση και να μένουν με αναπάντητα ερωτήματα.
Η ηλικία της υιοθέτησης του παιδιού αποτελεί βασικό κριτήριο σε συνδυασμό με την καλή κατανόηση και πλαισίωση της υιοθεσίας για το πώς το παιδί θα μπει σε μια ομαλή ζωή.
Τα παιδιά είναι δυνατό να διατηρούν, ανάλογα την ηλικία, μνήμες από τη ζωή τους προ-της υιοθεσίας, λ.χ. προηγούμενη ανάμνηση μιας εκτεταμένης οικογένειας, γενετική κληρονομιά, πολιτισμική και εθνική προέλευση.
Συχνά η προηγούμενη ζωή του παιδιού είναι δυνατό να του δημιουργεί μια αίσθηση παροδικότητας ή απώλειας του εαυτού στο σήμερα. Η βιολογική οικογένεια μπορεί να πλανάται στη φαντασία του παιδιού, και αυτή ακριβώς η αίσθηση της απώλειας που βιώνει το παιδί να είναι δύσκολο να αναγνωριστεί από τους ανθρώπους στο περιβάλλον του. Η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι δύσκολα διαχειρίσιμη για τα παιδιά.
Είναι πολύ φυσικό να υπάρχει στα παιδιά μια αντίδραση σχετικά με την υιοθεσία. Αυτή η αντίδραση εξαρτάται και από ένα σύνολο παραγόντων που διαφέρουν ανάλογα για το κάθε παιδί.
Μερικά παιδιά ελάχιστα ενδιαφέρονται για την οικογενειακή τους κατάσταση ενώ κάποια άλλα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε οποιαδήποτε διαφορά και σύγκριση των δικών τους οικογενειών και εκείνων των φίλων τους.
Μεγάλο είναι και το θέμα με τα αδέρφια που μπορεί να έχουν τα υιοθετημένα άτομα. Η πλήρης αποκοπή από τα αδέρφια των υιοθετημένων παιδιών μπορεί να τα επηρεάσει αρνητικά. Μια καλή επαφή περιορίζει την αίσθηση της απώλειας.
Σύμφωνα με την Ψυχολογία, τα παιδιά που έχουν υιοθετηθεί ή είναι σε ανάδοχη οικογένεια –ακόμη και τα παιδιά που ζουν με τους βιολογικούς τους γονείς- θα πρέπει να καθοδηγούνται στο να κατανοήσουν τι είναι υιοθεσία και τι ανάδοχη οικογένεια, σύμφωνα πάντα με το αναπτυξιακό τους επίπεδο.
Συχνά τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με πληροφορίες των συνομηλίκων τους που αφορούν συγκεκριμένες εμπειρίες στο παρελθόν. Το παιδί που έχει υιοθετηθεί ή που έχει ζήσει σε ανάδοχες οικογένειες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να έχει περιορισμένη ή καθόλου πληροφορία σχετικά με τη γέννησή του. Το παιδί που έχει υιοθετηθεί από άλλη χώρα μπορεί να αισθάνεται ακόμη περισσότερο ότι είναι διαφορετικό από τα άλλα. Φωτογραφίες μωρών και λεπτομέρειες για την ιστορία της γέννησης είναι συχνά ανύπαρκτες για αυτά τα παιδιά.
Το πότε και πώς πρέπει να μάθει ένα παιδί ότι είναι υιοθετημένο είναι ένα λεπτό ζήτημα. Σίγουρα τα πάντα εξαρτώνται από την ηλικία του παιδιού και θα πρέπει αυτά που θα ειπωθούν να είναι προσαρμοσμένα στο αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού. Επίσης, θα πρέπει να συνυπολογίζεται η ιδιαίτερη ιστορία του παιδιού και των γονιών. Επιπροσθέτως, απαιτείται μια ιδιαίτερη διερεύνησή του πώς αισθάνονται οι γονείς σχετικά με την υιοθεσία.
Η υιοθεσία, σύμφωνα με την Ψυχολογία, είναι ένα περίπλοκο ζήτημα καθώς θέτει το ζήτημα της ταυτότητας, της αίσθησης του εαυτού, την αίσθηση του ανήκειν . Όλα αυτά συνδέονται με την ψυχική υγεία του παιδιού και την ανάπτυξή του. Για το λόγο αυτό κρίνεται χρήσιμη η πριν και μετά της υιοθεσίας ψυχολογική παρέμβαση και ψυχολογική υποστήριξη.